- ἀσβόλῃ
- ἀσβόληfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀσβόλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱σβόλη , ἀσβολάω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀσβολάω pres imperat act 2nd sg (doric) ἀ̱σβόλη , ἀσβολάω imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀσβολάω pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασβόλη — η (AM ἀσβόλη, η Α και ἄσβολος, η, ο) η καπνιά, η μαύρη σκόνη που κάθεται πάνω στους τοίχους από καπνό φωτιάς νεοελλ. η συμφορά, η δυστυχία μσν. το μαύρισμα, το μουτζούρωμα με καπνιά αρχ. η ψιλή σκόνη από τα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι αβέβαιης… … Dictionary of Greek
ασβόλη — η μαυρίλα από καπνό, καπνιά, φούμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσβόληι — ἀσβόλῃ , ἀσβόλη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσβόλην — ἀσβόλη fem acc sg (attic epic ionic) ἀ̱σβόλην , ἀσβολάω imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀ̱σβόλην , ἀσβολάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀσβολάω imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀσβολάω imperf ind act 1st sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσβόλης — ἀσβόλη fem gen sg (attic epic ionic) ἀ̱σβόλης , ἀσβολάω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱σβόλης , ἀσβολάω imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀ̱σβόλης , ἀσβολάω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀσβολάω pres ind act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασβολοποιός — ἀσβολοποιός, όν (Μ) αυτός που μετατρέπει κάτι σε ασβόλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασβόλη + ποιός < ποιώ] … Dictionary of Greek
συνασβολώ — όω, Α μαυρίζω κάτι με ασβόλη, με καπνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀσβολῶ «μαυρίζω, σκεπάζω με καπνιά» (< ἀσβόλη)] … Dictionary of Greek
άσβολος — ἄσβολος, η, ο (Α) η ασβόλη* … Dictionary of Greek
ίπνιος — ἴπνιος, ία, ον (Α) [ιπνός] 1. αυτός που ανήκει στον ιπνόν*, στον κλίβανο, στον φούρνο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴπνια η αιθάλη, η ασβόλη, η καπνιά 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωρό κοπριάς, σε κοπρώνα … Dictionary of Greek